ελασματοβράγχια

ελασματοβράγχια
Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι τους έχει πελεκυοειδή μορφή, και δίθυρα, επειδή το σώμα τους περικλείεται σε ένα όστρακο με δύο θυρίδες, δεξιά και αριστερά. Οι θυρίδες αυτές είναι συνήθως συμμετρικές. Όμως γίνονται ασύμμετρες σε είδη όπως τα χτένια και τα στρείδια, που προσκολλώνται με τη μία θυρίδα σε βράχους. Οι θυρίδες συνδέονται μεταξύ τους στο πάνω μέρος του οστράκου με έναν ελαστικό σύνδεσμο και προσαρμόζονται τελείως με το κλείθρο, που έχει χαρακτηριστικές εγκολπώσεις και οδοντώσεις (δόντια του κλείθρου). Όσο τα ε. είναι ζωντανά, οι θυρίδες διατηρούνται κλειστές από έναν ή δύο ισχυρούς προσαγωγούς μυς, που συγκρατούνται στα εσωτερικά τοιχώματα μεταξύ των δύο θυρίδων. Οι θυρίδες ανοίγουν όταν οι μύες χαλαρώνουν και φυσικά όταν το ζώο πεθάνει. Το όστρακο, που δεν έχει έντονους χρωματισμούς, παράγεται από την έκκριση αδένων του μανδύα (ενός σχηματισμού ο οποίος περιβάλλει το σώμα του ζώου) και συγκροτείται από τρεις στιβάδες: την εξωτερική (το περιόστρακο), μία ενδιάμεση (την πρισματική), η οποία αποτελείται από πρίσματα ανθρακικού ασβεστίου, και μια εσωτερική (μαργαριτοφόρος), από λεπτά πετάλια ανθρακικού ασβεστίου και κογχυολίνη που έχουν παράλληλη διάταξη. Κόκκοι αυτής της ουσίας περιβάλλουν συχνά κόκκους άμμου ή άλλα ξένα σωματίδια, τα οποία φτάνουν στη στιβάδα αυτή και σχηματίζουν τα μαργαριτάρια που παράγονται από ορισμένα θαλάσσια μαλάκια, όπως το μαργαριτοφόρο στρείδι και το μαργαριτόστρειδο του ποταμού. Ένα άλλο προϊόν ορισμένων ε. είναι ο βύσσος. Αποτελείται από κολλώδεις ίνες, οι οποίες παράγονται από εκκρίματα ενός αδένα ορισμένων ειδών –όπως τα μύδια και οι πίνες– και χρησιμεύουν για να προσκολλώνται τα όστρακα στον βυθό. Η ύφανση του βύσσου, που παράγεται από ένα είδος πίνας φημισμένης από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, εκφυλίστηκε με την εισαγωγή του μεταξιού. Ωστόσο, έχει επανεμφανιστεί ως χειροτεχνική βιοτεχνία. Από άλλα είδη ε. χρησιμοποιείται το όστρακο· για παράδειγμα, το πολύ μεγάλο όστρακο της τριδάκνης και το όστρακο από το χτένι. Πολλά είδη είναι φαγώσιμα και ορισμένα, όπως τα στρείδια και τα μύδια, καλλιεργούνται σε ειδικά εκτροφεία. Τα ε., από τα οποία είναι γνωστά περίπου 5.000 είδη κυρίως θαλάσσια, υποδιαιρούνται σε μερικές τάξεις, γενικά όμως διακρίνονται στις κατηγορίες των ασιφώνων μαλακίων και των σιφωνωτών. Τα τελευταία διαθέτουν δύο σιφώνια, ένα ραχιαίο και ένα κοιλιακό, για την κυκλοφορία του νερού. Τα περισσότερα ε. είναι γονοχωριστικά (χωριστά φύλα) και αναπαράγονται με αβγά. Ορισμένα είδη, όπως τα στρείδια, είναι ερμαφρόδιτα, με διαδοχική ανάπτυξη των λειτουργιών του αρσενικού και του θηλυκού. Από αυτά απουσιάζουν συνήθως τα αισθητήρια όργανα. Όμως, κάποια είδη, όπως τα χτένια, έχουν πολυάριθμα οφθαλμίδια, δηλαδή μάτια. Επάνω στα βράγχια και στην επιφάνεια του μανδύα υπάρχουν πολλές παλλόμενες βλεφαρίδες. Χρησιμεύουν για να φέρνουν στο στόμα, που δεν έχει κεράτινους οδοντικούς σχηματισμούς, την τροφή, η οποία αποτελείται από μικρούς οργανισμούς και υπολείμματά τους. Το πόδι είναι ένα όργανο σκωληκοειδούς ή πελεκυοειδούς μορφής, που χρησιμεύει στο ζώο για τη μετακίνησή του. Ορισμένα ε. έχουν την περίεργη ιδιότητα να σκάβουν τους βράχους, στους οποίους βρίσκονται μόνιμα. Αυτό το κατορθώνουν είτε μηχανικά, με την τριβή των θυρίδων, είτε χημικά, με όξινες εκκρίσεις. Κάθετη τομή ελασματοβράγχιου της οικογένειας των ουνιανιδών. Ορισμένα από τα δίθυρα αυτά μαλάκια που ζουν στα γλυκά νερά φτάνουν σε μήκος ακόμα και τα 10 εκ.
* * *
τα
τάξη μαλακίων εφοδιασμένων με δίθυρο όστρακο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτοβραγχιωτά — Ελασματοβράγχια μαλάκια των οποίων τα βράγχια είναι πτεροειδή. Το πόδι τους καταλήγει σε επίπεδη επιφάνεια, με τη βοήθεια της οποίας σύρονται στον βυθό της θάλασσας. Το κυριότερο γένος είναι η νούκουλα (nucula) …   Dictionary of Greek

  • μυΐδες — Ονομασία θαλασσινών μαλακίων, εντόμων και θηλαστικών τρωκτικών. 1. Τα μαλάκια είναι ελασματοβράγχια με μακρουλό όστρακο που έχει δύο άνισες θυρίδες. Το μέγεθος των μ. είναι μέτριο και ζουν κυρίως στις ψυχρές θάλασσες. Τα διάφορα είδη του γένους… …   Dictionary of Greek

  • ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • δίθυρα — Γένος μαλακίων που το σώμα τους είναι κλεισμένο σε όστρακο με δύο θυρίδες. Στη συστηματική ζωολογία, ο όρος δ. είναι συνώνυμος με τα ακέφαλα και ελασματοβράγχια. * * * τα (AM δίθυρα) βλ. δίθυρος …   Dictionary of Greek

  • δίθυρος — ον (AM δίθυρος, ον) 1. αυτός που έχει δύο θύρες, εισόδους 2. το ουδ. ως ουσ. α) ελασματοβράγχια μαλάκια με δύο βαλβίδες β) (για φυτά και καρπούς) αυτός που έχει δύο φλοιούς, δίφλουδος μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίθυρο(ν) η δίφυλλη πόρτα μσν …   Dictionary of Greek

  • ετερόκογχα — τα βραγχιόποδα μαλακοειδή και ελασματοβράγχια μαλάκια με δύο άνισες, ανόμοιες θυρίδες (στρείδια, σπόνδυλοι, χτένια) …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • πίννα — Δίθυρα μαλάκια, διαδεδομένα στις εύκρατες ή θερμές θάλασσες, τα οποία ανήκουν στην οικογένεια των Αβικουλιδών. Τα ελασματοβράγχια αυτά εκκρίνουν από το πόδι μια μακριά και απαλή βύσσο, κατάλληλη για να υφανθεί· το όστρακό τους έχει μακρές ίσες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”